- ασθενικός
- -ή, -όφιλάσθενος, αρρωστιάρης: Έχουν ένα παιδί ασθενικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀσθενικός — weakly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενικός — και αστενικός, ή, ό (AM ἀσθενικός, ή, όν) [ασθενής] 1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει 2. ο ανίσχυρος 3. αυτός που προκαλεί ασθένειες … Dictionary of Greek
ἀσθενικόν — ἀσθενικός weakly masc acc sg ἀσθενικός weakly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοῖς — ἀσθενικός weakly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοί — ἀσθενικός weakly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοῦ — ἀσθενικός weakly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικούς — ἀσθενικός weakly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενική — ἀσθενικός weakly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικῶς — ἀσθενικός weakly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικῷ — ἀσθενικός weakly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)